Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένστακτον — ἔνστακτον, το (Α) [ενστάζω] θεραπευτικό υγρό για τα μάτια, κολλύριο … Dictionary of Greek
ἔνστακτα — ἔνστακτον instillation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)